βεβαίων — βέβαιος firm fem gen pl βέβαιος firm masc/neut gen pl βέβαιος firm masc/fem/neut gen pl βεβαιόω confirm imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βεβαιόω confirm imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NUMA Pompilius — ex Curibus Sabinorum urbe ortus, fil. Pomponii, secundus Rex Romanorum iustitia et pietate insignis, qui pacatis finitimorum odiis, quo truces efferatosque longâ militiâ animos ad pacis artes traduceret, ad Deorum cultum, animum adiecit,… … Hofmann J. Lexicon universale
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
συμπρατήρ — ῆρος, ὁ, Α [συμπιπράσκω] (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ τὰ πωλούμενα ὑφ ἑτέρου βεβαιῶν» … Dictionary of Greek
Πιζανέλο, Αντόνιο Πιζάνο, ο επονομαζόμενος- — (Pisanello, Πίζα ή Βερόνα 1395 περίπου – Ρώμη 1455;). Ιταλός ζωγράφος. Εργάστηκε σε πολλές πριγκιπικές, αυλές δημιουργώντας νωπογραφίες στα ανάκτορα των δόγηδων της Βενετίας (1422), των δουκών ντ’ Έστε, στον πύργο της Παβία (1424), στη βασιλική… … Dictionary of Greek